- ἐνδομυχῶ
- ἐνδομυχέωlurk in the recessespres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐνδομυχέωlurk in the recessespres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδομυχώ — ἐνδομυχῶ, έω (AM) υπάρχω κρυφά χωρίς να φαίνομαι («φλόξ ἐνδομυχοῡσα») μσν. διατηρώ κάτι κρυμμένο («λύσσαν ἀγρίαν ἐνδομυχοῡντες», Ευστ.) αρχ. μένω στο βάθος τού σπιτιού, κρυμμένος μέσα στο σπίτι («ὁ Κλέων, ὅν φησι ἐνδομυχοῡντα, τὰ τῆς πόλεως… … Dictionary of Greek
ἐνδομύχῳ — ἐνδόμυχος in the inmost part of a dwelling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)